- μίσυ
- μίσυ, -υος και -έως, τὸ (Α)1. μετάλλευμα χαλκού το οποίο ανακαλύφθηκε στην Κύπρο2. είδος φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με κυρηναϊκό misy].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έξι — και έξη και εξ (AM ἕξ) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μία μονάδες νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ώρα, ηλικία κ.λπ., αντί τού τακτικού έκτος) («έκλεισε τα έξι») 2. (με άρθρο ως ουσ.) το έξι οτιδήποτε έχει τον αριθμό έξι… … Dictionary of Greek
ADRIANUS — I. ADRIANUS Imperator Roman. qui post vexatos Christianos, morbô aquae intercutis periit. Vitam eius inter ceteros conscripsit Aelius Spartian. Moriens hos versus fudissodicitur; c. 25. Animula, vagula, blandula, Hospes, comesque corporis, Quae… … Hofmann J. Lexicon universale